- Χόνος
- η, ΝΜΑμυθ. θεοποιημένη προσωποποίηση τής τιμής, κυρίως ως μίας πολεμικής αρετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. honos, -oris, άλλο τ. τού honor, -oris «τιμή»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χόννος — και, κατά τον Ησύχ., χόνος, ὁ, Α (κρητική λέξη) είδος χάλκινου ποτηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Κρητ. τ. αβέβαιης ετυμολ., ο οποίος θα μπορούσε πιθ. να ενταχθεί στην οικογένεια τού ρ. χέω* (πρβλ. χόανος, χῶνος), παραμένει, όμως, δυσερμήνευτος] … Dictionary of Greek